ογκηρός

ογκηρός
ὀγκηρός, -ά, -όν (Α)
1. εξογκωμένος, ογκώδης, πρησμένος
2. μτφ. πομπώδης («ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀγκηρόν
κομπορρημοσύνη, στόμφος
4. φρ. «ὀγκηρότερον διάγειν» — το να συμπεριφέρεται κάποιος με μεγαλύτερη αλαζονεία, αλαζονικότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμ-ηρός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὀγκηρά — ὀγκηρός bulky neut nom/voc/acc pl ὀγκηρά̱ , ὀγκηρός bulky fem nom/voc/acc dual ὀγκηρά̱ , ὀγκηρός bulky fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηρότερον — ὀγκηρός bulky adverbial comp ὀγκηρός bulky masc acc comp sg ὀγκηρός bulky neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηρῶν — ὀγκηρός bulky fem gen pl ὀγκηρός bulky masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηρόν — ὀγκηρός bulky masc acc sg ὀγκηρός bulky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηρότατα — ὀγκηρός bulky adverbial superl ὀγκηρός bulky neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηραῖς — ὀγκηρός bulky fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηραί — ὀγκηρός bulky fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηροτέρους — ὀγκηρός bulky masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηροῦ — ὀγκηρός bulky masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηρούς — ὀγκηρός bulky masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”